Νιγηριανός ζητούσε άσυλο λόγω… απειλών από τον πατέρα του - «Όχι» δικαστηρίου
Το Εφετείο απέρριψε την έφεση που είχε καταθέσει Νιγηριανός υπήκοος, ο οποίος ζητούσε να ανατραπεί απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή του κατά της Υπηρεσίας Ασύλου. Η προσφυγή αφορούσε δεύτερη αίτηση για διεθνή προστασία, την οποία η Υπηρεσία είχε απορρίψει ως απαράδεκτη, επειδή δεν περιείχε κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με την πρώτη του αίτηση, η οποία είχε επίσης απορριφθεί.
Η αρχική αίτηση ασύλου είχε απορριφθεί τον Νοέμβριο του 2021. Ο αιτητής επανήλθε με νέα αίτηση, η οποία απορρίφθηκε εκ νέου στις 21 Μαρτίου 2022, αυτή τη φορά όχι επί της ουσίας, αλλά ως απαράδεκτη, καθώς επαναλάμβανε τους ίδιους ισχυρισμούς περί απειλής από τον πατέρα του χωρίς να προσκομίζει νέα στοιχεία. Η μεταγενέστερη αίτηση κρίθηκε ότι δεν περιείχε νέα πραγματικά δεδομένα, αφού ο φόβος δίωξης είχε ήδη προβληθεί και εξεταστεί στην πρώτη διαδικασία.
Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, με απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2023, επικύρωσε την απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, εκτιμώντας ότι ο αιτητής ήταν αντιφατικός σχετικά με το χρόνο της τελευταίας επικοινωνίας με τον πατέρα του και ότι οι ισχυρισμοί του ήταν γενικοί και αόριστοι. Το Δικαστήριο, εξετάζοντας και νεότερες πληροφορίες για την κατάσταση στη Νιγηρία, έκρινε ότι ο αιτητής δεν διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης με την επιστροφή του, και ότι η Νιγηρία – με βάση και το σχετικό διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών (ΚΔΠ 166/2023) – θεωρείται ασφαλής χώρα καταγωγής.
Ο αιτητής προχώρησε σε έφεση, επικαλούμενος ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα και καταχρηστικά απέρριψε την προσφυγή του, στηριζόμενο σε λόγους που χαρακτηρίστηκαν αόριστοι και αλυσιτελείς. Ωστόσο, το Εφετείο έκρινε πως ο προβληθείς λόγος έφεσης ήταν δικονομικά απαράδεκτος, καθώς δεν προσδιόριζε με σαφήνεια το σφάλμα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ούτε αιτιολογούσε γιατί το απορριπτικό του αποτέλεσμα ήταν εσφαλμένο. Επικαλούμενο προηγούμενη νομολογία (Mambulu ν. Δημοκρατίας), το Δικαστήριο τόνισε ότι η αιτιολογία δεν μπορεί να υποκαθιστά την ουσία του λόγου έφεσης.
Ακόμα και αν εξεταζόταν επί της ουσίας, το Εφετείο απεφάνθη ότι ο λόγος έφεσης ήταν αβάσιμος: το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν αγνόησε τους ισχυρισμούς του αιτητή αλλά τους αξιολόγησε και τους απέρριψε τεκμηριωμένα, κρίνοντας ότι δεν θεμελιώνεται κανένα νέο στοιχείο που να καθιστά παραδεκτή τη μεταγενέστερη αίτηση ασύλου.
Το Εφετείο επεσήμανε επιπλέον ότι, βάσει της απόφασης Rani v. Δημοκρατίας, ο έλεγχός του περιορίζεται στη νομιμότητα και την ορθότητα της απόφασης περί απαραδέκτου, χωρίς να εξετάζεται το περιεχόμενο της αρχικής απόρριψης, η οποία άλλωστε δεν προσβλήθηκε δικαστικά.
Η έφεση απορρίφθηκε. Ο αιτητής καταδικάστηκε στην καταβολή ποσού ύψους 2.000 ευρώ υπέρ της Εφεσίβλητης Δημοκρατίας, ως κατ’ έφεση έξοδα.
Η απόφαση επαναβεβαιώνει τη νομολογιακή θέση ότι μεταγενέστερες αιτήσεις διεθνούς προστασίας πρέπει να συνοδεύονται από ουσιώδη νέα στοιχεία ώστε να εξεταστούν επί της ουσίας. Σε διαφορετική περίπτωση, η επανάληψη παλαιών ισχυρισμών, ακόμη και αν συνοδεύεται από νέους ισχυρισμούς γενικής φύσης, δεν αρκεί για να παρακαμφθεί το τεκμήριο του απαραδέκτου.
Διαβάστε επίσης: ΦΩΤΟ: Ψαρόβαρκα τρίτης χώρας εισήλθε στην κυπριακή ΑΟΖ-Πλήρωσαν εξώδικο €8,000